Σε μια πρόσφατη συζήτηση με τον Σταύρο Θεοδωράκη, μου επανέλαβε αυτό που ακούω συχνά: «Καλά τα λες περί της οικονομικής κρίσης, ιδίως όσον αφορά την ευρωπαϊκή της διάσταση, αλλά βρε παιδί μου για τις μεταρρυθμίσεις, που είναι τόσο αναγκαίες για την χώρα, σπάνια μιλάς.» Θα μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου λέγοντας ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια (αναφερόμενος π.χ. σε άρθρα όπως τούτο). Δεν θα το κάνω όμως. Θα παραδεχθώ ότι η λέξη «μεταρρυθμίσεις» με ξενίζει και πως αποφεύγω να μιλώ για αυτές εκτός κι αν έχω να πω κάτι ουσιαστικό. Έχει καταντήσει μια λέξη πάνω στην οποία χτίζεται η «άλλη» ξύλινη γλώσσα. Θυμίζει την «Αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ ή την «Δημοκρατία» του Γιέλτσιν: όμορφες και επίκαιρες λέξεις των οποίων η ουσία απήχθη από συμφέροντα τα οποία τις εξευτέλισαν, τις έκαναν να σηματοδοτούν είτε το αντίθετο από εκείνο που αρχικά σήμαιναν είτε κάτι το ειδεχθές.
Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα του εξευτελισμού της
έννοιας των μεταρρυθμίσεων στην χώρα μας από τα πανεπιστήμια της χώρας. Κάθε κυβέρνηση υπόσχεται να τα μεταρρυθμίσει με «νόμους πλαίσιο» που αντανακλούν μια γενικότερη προσέγγιση στο πως το κομματικό κράτος αντιμετωπίζει την παραγωγή και διανομή ενός κρίσιμου κοινωνικού, ενός δημόσιου, αγαθού: της ανώτερης μόρφωσης. Πράγματι, τα πανεπιστήμια και τα σχολιά μας λειτουργούν εδώ και δεκαετίες ως το Εργαστήρι των Άνωθεν Μεταρρυθμίσεων. Πρόκειται για μια πραγματικά θλιβερή ιστορία που αυτή την εποχή πλησιάζει το κρεσέντο της.
Το τελευταίο που χρειάζεστε σήμερα, από αυτό το άρθρο, είναι άλλη μια περισπούδαστη ανάλυση για τα ΑΕΙ μας, τον νόμο Διαμαντοπούλου, την αντίδραση των Πρυτάνεων, τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί να τον «νερώσει», κλπ. Αντ’ αυτού, θα σας μιλήσω για την προσωπική μου εμπειρία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ώστε να σας μεταφέρω την απογοήτευσή μου και τα αίτια πίσω από την αποφασιστικότητά μου να μην προσχωρήσω ούτε στους λεγόμενους «μεταρρυθμιστές» αλλά και ούτε στους αντιπάλους τους.
Στην Ελλάδα κατέφθασα το 2000, μετά από απουσία 23 ετών, αφού εκλέχτηκα και διορίστηκα στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Λίγο η νοσταλγία, λίγο μια ρομαντική διάθεση προσφοράς στην πατρίδα, λίγο η αγωνία εκείνου που σαρανταρίζει στο εξωτερικό – όλα αυτά με έπεισαν να αποδεχθώ την μεγάλη πρόκληση της επιστροφής. Το σοκ της γραφειοκρατίας, αν και είχα προετοιμαστεί, ήταν απίστευτο. Τόσο που, για να επιβιώσω, άρχισα κάτι σαν ημερολόγιο της οργανωμένης ανοησίας του συστήματος – εδάφια του οποίου τα έστελνα στους νέους μου συναδέλφους παροτρύνοντάς τους σε απλές μεταρρυθμίσεις (οι οποίες βέβαια ποτέ δεν έγιναν). Δείτε εδώ για δύο συγκλονιστικά παραδείγματα.
Απο τις πρώτες μέρες κιόλας με εντυπωσίασε η τεράστια αντίφαση στον χώρο του πανεπιστημίου: η συμβίωση εντός του ίδιου συστήματος του χειρότερου και του καλύτερου. Συνάδελφοι που θα μπορούσαν να σταθούν στα καλύτερα πανεπιστημία του κόσμου δίπλα σε συναδέλφους που απορώ πως μπόρεσαν να περάσουν τις πύλες του (οποιουδήποτε) πανεπιστημίου. Φυσιολογικό ήταν να ξεκινήσει μια συζήτηση περί αξιολόγησης: όταν οι άριστοι και οι γελοίοι πληρώνονται το ίδιο και η ψήφος τους έχει το ίδιο βάρος, το σύστημα έχει πρόβλημα. Όμως, επειδή είχα ήδη κακή εμπειρία με τα συστήματα αξιολόγησης στην Βρετανία και στην Αυστραλία, θεώρησα σωστό να παρέμβω στον διάλογο για την μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στον χώρο της παιδείας – την αξιολόγηση – καταγράφοντας τους κινδύνους από ένα κακό, ένα φτηνιάρικο, σύστημα αξιολόγησης (βλ. μια ομιλία μου το 2001 με τίτλο «Η Υποχώρηση των Ιδεών»).
Κι επειδή κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια απαιτεί και προτάσεις για το πως πρέπει να λειτουργεί το «σύστημα», κατέθεσα και συγκεκριμένη πρόταση για το πως θα έπρεπε να λειτουργεί ένα σύστημα αξιολόγησης (βλ. εδώ – το δεύτερο μέρος ιδίως) το οποίο να αξιολογεί και όχι απλά να ποσοτικοποιεί με τρόπο που επιτρέπει στους επιτήδειους να εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως σπουδαίους.
Πέραν της αξιολόγησης, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να διακρίνει κανείς (ιδίως όταν προερχόταν από ξένα πανεπιστήμια) τις μεγάλες πληγές που προκαλούσαν στην πανεπιστημιακή κοινότητα ο έντονος επαρχιωτισμός (στον οποίο προσπάθησα να αντιτάξω την διεθνοποίηση του πανεπιστημίου (1) ), η στρεβλή έννοια του ασύλου (της ασυλίας δηλαδή όλων πλην της ελευθερίας έκφρασης (2)), τους κομματικούς στρατούς «συνδικαλιστών» που καταδυναστεύουν φοιτητές και και καθηγητές (3), την τρελλή επιτυχία των χειρότερων συναδέλφων μου οι οποίοι πέτυχαν την ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημίου εκ των έσω (την ώρα που έξωθεν διατράνωναν την σημασία της δημόσιας και δωρεάν παιδείας), κλπ.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, ζήσαμε στα πανεπιστήμια μια απίστευτη αναταραχή για να περάσει τελικά ο νόμος Γιαννάκου – ο οποίος, παρά τις καλές προθέσεις της υπουργού, απλά χειροτέρευσε την γραφειοκρατία και θεσμοθέτησε ένα γελοίο σύστημα αξιολόγησης. Πριν καλά-καλά καταλαγιάσει η σκόνη εκείνη, ήρθε ο νόμος Διαμαντοπούλου. Ένας νόμος που με έφερε στα πρόθυρα της αποπληξίας. Γιατί; Επειδή περιείχε τα δύο βασικά πράγματα που ήθελα να δω να γίνονται στο ελληνικό πανεπιστήμιο με τρόπο όμως που τα απαξιώνει πλήρως και, πολύ φοβάμαι, οριστικά: πρώτον, την κατάργηση της φοιτητικής συμμετοχής (κάτι που το ζητούσα διακαώς με όση δύναμη είχε η φωνή μου (4)) και, δεύτερον, την ριζοσπαστική αποκέντρωση. Γιατί τα απαξίωσε; Επειδή μαζί με την φοιτητική συμμετοχή καταργήθηκε και η έννοια της ακαδημαϊκής κοινότητας (καθώς ο κοσμήτορας αναδεικνύεται πλέον σε παντοκράτορα εντός της Σχολής – και ξέρουμε καλά ποιοι συνάδελφοι θα σκαρφαλώσουν σε αυτές τις θέσεις). Κι επειδή η ριζοσπαστική αποκέντρωση έγινε με τρόπο που οδηγεί στην πλήρη υποχώρηση των ιδεών (όπως προέβλεπα σε εκείνη την ομιλία του 2001), βασισμένη όπως είναι στο πιο φτηνιάρικο σύστημα αξιολόγησης που θα μπορούσε να σκαρφιστεί ανθρώπινος νους.
Συμπερασματικά, η τραγωδία όλων των μεταρρυθμίσεων των ΑΕΙ εστιάζεται στον κρατισμό που διέπει τις σκέψεις όλων των μεταρρυθμιστών. Στην Ελλάδα όλοι θεωρούν δεδομένο ότι αυτό που χρειάζεται μια καλή μεταρρύθμιση είναι ένας καλός... νόμος. Αυτή η νομολαγνεία θα μας καταστρέψει τελικά. Τον Οκτώβριο του 2011 έγραφα τις εξής γραμμές: «Ο δρόμος της μέλισσας για το ελληνικό πανεπιστήμιο απαιτεί την αργή, σταδιακή, εισαγωγή μικρών αλλά καίριων καινοτομιών που θα ανάψουν ένα φιτίλι στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Σιγά σιγά η φλόγα του θα απλωθεί και το πανεπιστήμιο θα αλλάξει από μόνο του, χωρίς τον από μηχανής θεό του υπουργείου. Οσοι πιστεύουν ότι με ένα νέο νόμο-πλαίσιο μπορούν να επανιδρύσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του αγγλοσαξονικού φαίνεται ότι αγνοούν την πιο βασική αρχή της αγγλοσαξονικής προσέγγισης που, πάντα αναδείκνυε την εξέλιξη και απέρριπτε τις ξαφνικές, κοσμογονικές, από-τα-πάνω αλλαγές.» Αντ’ αυτού, η κα Διαμαντοπούλου πέρασε έναν νόμο μαμμούθ που, όπως και οι προηγούμενοι, προσπαθούν τα ρυθμίσουν τα πάντα (στο πλαίσιο ενός κακέκτυπου Αμερικανικού συστήματος) αντικαθιστώντας τον αυταρχισμό της πανεπιστημιακής φεουδαρχίας με τον αυταρχισμό μιας ημι-αγοράς που, εν τέλει, απειλεί με αφανισμό τις αρετές που πραγματικά υπάρχουν στο ελληνικό πανεπιστήμιο και που πασχίζουν όλα αυτά τα χρόνια, με νύχια και με δόντια, να παραμείνουν ζωντανές.
Σε αυτό το σκηνικό, η «κόντρα» μεταξύ μεταρρυθμιστών και των αντιπάλων τους με αφήνει αδιάφορο, θλιμμένο και απαισιόδοξο. Αποτελεί μάλιστα ένα ιδιαίτερα καλό παράδειγμα (case study που λένε και οι αγγλοσάξονες) της φαρσοκωμωδίας των λεγόμενων στην χώρα μας «μεταρρυθμίσεων».
1.Βλ. άρθρο στην Καθημερινή της 9ης Μαρτίου του 2008, στην Καθημερινή (με τίτλο «Αντίδοτο η διεθνοποίηση») όπου έγραφα πως το ελληνικό πανεπιστήμιο, παρά τους ελεεινούς μισθούς που προσφέρει και τα γνωστά προβλήματα που το καταδυναστεύουν, έχει τη δυνατότητα να καταστεί διεθνώς αξιοπρόσεκτο. Πως η διεθνοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου είναι το βέλτιστο αντίδοτο τόσο στην εγχώρια αναξιοκρατία όσο και στην παγκοσμιοποιούμενη, χυδαία, εμπορευματοποίηση. Βλ. εδω
2.Τον Ιανουάριο του 2011 δήλωνα ότι «Το άσυλο χρειάζεται αστυνόμευση!» «Η πανεπιστημιακή κοινότητα σήμερα δεν έχει ασυλία, οι μόνοι που την έχουν είναι οι εξωπανεπιστημιακοί. Δεν είμαι υπέρ των άκρων, όπως για παράδειγμα να βλέπουμε τα ΜΑΤ ανά πάσα στιγμή στα αμφιθέατρα. Ετσι, δεν χρειάζεται να καταργηθεί το άσυλο. Αυτό που είναι απαραίτητο, και υπάρχει σε όλες τις προηγμένες χώρες, είναι πανεπιστημιακή αστυνομία. Δηλαδή, ένα σώμα από ένστολους, οι οποίοι θα λογοδοτούν στις αρχές του Ιδρύματος».
3. Σε άρθρο εδώ στο protagon την 29η Μαΐου 2010 έλεγα: «Ντρέπομαι που το εξομολογούμαι. Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα έχω μπει κι εγώ στην λογική της συμμόρφωσης προς τας υποδείξεις της "άλλης" βίας – της βίας που προέρχεται από τους «νόμιμους» φορείς της: Τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, τους συναδέλφους που ιδιωτικοποιούν το πανεπιστήμιο εκ των έσω στο όνομα της έρευνας και των προγραμμάτων (ο πιο χυδαίος συνδυασμός των αρνητικών του δημοσίου με τα αρνητικά της αγοράς), την πλειοψηφία των φοιτητών που, με τη πίεση των οικογενειών τους, επιμένουν να μετατρέψουν το πανεπιστήμιο σε εξεταστικό κέντρο.»
«Οι επαγγελματίες συνδικαλιστές διαμεσολαβούν μεταξύ δασκάλων και φοιτητών, εκλέγουν Προέδρους Τμημάτων, Κοσμήτορες και Πρυτάνεις, απαιτούν να εξετάζονται τα μαθήματα 3 φορές το χρόνο, λες και είναι ρουλέτα και κάποια στιγμή θα κάτσει η μπίλια. Γενικά, η γενικευμένη απαξίωση συνεχίζεται. Κι εμείς στις αποφοιτήσεις των φοιτητών μας, στις συνελεύσεις των οργάνων μας, στις συνεντεύξεις μας στα ΜΜΕ βγάζουμε τους ίδιους δεκάρικους λόγους, περί πανεπιστημιακών αρχών και αξιών...»
4. Σε άρθρο με τίτλο «Να φύγουν τα κόμματα από τα πανεπιστήμια», έγραφα:
«Οσοι όμως συμφωνούν με τη δική μου, καθαρά μειοψηφική, άποψη ότι στόχος του πανεπιστημίου πρέπει να είναι η απελευθέρωση των φοιτητών από τις προκαταλήψεις τους (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το πώς διανοούνται οι ίδιοι οι φοιτητές το «συμφέρον» τους), βλέπουν πως μόνο μία λύση υπάρχει: Η άμεση κατάργηση της συμμετοχής των φοιτητών στη νομή της πανεπιστημιακής «εξουσίας».»
ΑΕΙ και μεταρρυθμίσεις | ΘΕΜΑΤΑ | Protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου